σάξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (σάττω) cramming, Arist.Pr.938b29, cf. 928b34.

German (Pape)

[Seite 861] ἡ, das Vollstopfen, Ausfüllen, Anfüllen, Arist. probl. 25, 8.

Greek (Liddell-Scott)

σάξις: -εως, ἡ, (σάττω) ἡ εἰς ὑπερβολὴν πλήρωσις, παραγέμισμα, στοίβαγμα, Ἀριστ. Προβλ. 25. 8, 4.

Russian (Dvoretsky)

σάξις: εως ἡ σάττω наполнение, набивание, набивка Arst.