σέδας

English (LSJ)

καθέδρας, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σέδας: «καθέδρας (σέλλας)» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «καθέδρας [σέλλας]».