σέλπον

English (LSJ)

τό, = σίλφιον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 871] τό, = σίλφιον, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σέλπον: τό, = σίλφιον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ σίλφιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σίλφιον, που παραδίδει ο Ησύχιος].