σήραγγος

English (LSJ)

ἢ σήραγξ· ἐπιθυμία, Hsch.; cf. σηράγγων· σπηλαίων, ἐπιθυμιῶν, Id.

Greek Monolingual

ή σήραγξ Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθυμία».