σίγιστρον

English (LSJ)

τό, = ζύγαστρον, Eust.956.6, 1604.16.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους, ζύγαστρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -τρον].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: chest (Eust. 956,6; 1604, 10).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.