σίμαι

English (LSJ)

v. σιμός II.1.

Greek (Liddell-Scott)

σίμαι: «τῆς κιθάρας τὰ ἄκρα. καὶ ἐν ταῖς ὀροφαῖς θέσεις τινὲς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α (κατά τον Ησύχ.)
1. «τῆς κιθάρας τὰ ἄκρα καὶ ἐν ταῖς ὀροφαῖς θέσεις τινές»
2. «τὰ ἄκρα τῆς λύρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. σιμός].