v. σιμός II.1.
σίμαι: «τῆς κιθάρας τὰ ἄκρα. καὶ ἐν ταῖς ὀροφαῖς θέσεις τινὲς» Ἡσύχ.
Α (κατά τον Ησύχ.)1. «τῆς κιθάρας τὰ ἄκρα καὶ ἐν ταῖς ὀροφαῖς θέσεις τινές»2. «τὰ ἄκρα τῆς λύρας».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. σιμός].