σίνηπι

English (LSJ)

Ion. for σίναπι.

German (Pape)

[Seite 883] u. σίνηπυ, τό, ion. statt σίναπι, σίναπυ, w. m. s.; Nic. hat auch den acc. σίνηπυν, Al. 533; gen. σινήπιος Arist. plant. 1, 5.

Russian (Dvoretsky)

σίνηπι: ιος (σῐ) τό бот. горчица (Sinapis alba) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σίνηπι: Ἰων. ἀντὶ σίναπι.

Greek Monolingual

-ήπεως, τὸ, Α
βλ. σινάπι.