σίτισμα

Greek (Liddell-Scott)

σίτισμα: τό, τὸ τρέφειν, παχύνειν, «τάγισμα», Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Wernsd. εἰς Φιλήμ. σ. 42· σῑτισμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Νίκ.

Greek Monolingual

τὸ, Α σιτίζω
ο σιτισμός.

German (Pape)

τό, = σιτισμός, Sp.