σίττας

English (LSJ)

v. σιττακός.

German (Pape)

[Seite 886] ὁ, = Vorigem, Hesych.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) σιττακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σιττακός / ψιττακός].