σαΐτεμα

Greek Monolingual

και σαΐττεμα και σαγίτ(τ)εμα, το, Ν [[σαϊτ(τ)εύω / σαγιτ(τ)εύω]]
το ρίξιμο της σαΐτας, εκτόξευση βέλους.