σαβαρέν

Greek Monolingual

το, Ν
είδος γλυκίσματος, αλλ. μπαμπάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. savarin, από το όν. του Γάλλου πολιτικού και διάσημου γαστρονόμου Αnthelme Brillat Savarin].