σαμβυκίστρια

German (Pape)

[Seite 860] ἡ, eine die Sambyke Spielende; Plut. Cleom. 35; Philem. bei Ath. IV, 175 d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
joueuse de sambuque.
Étymologie: σαμβυκιστής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. σαμβυκιστής.

Russian (Dvoretsky)

σαμβῡκίστρια:играющая на самбуке, арфистка Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαμβῡκίστρια -ας, ἡ sambuca-speelster.