σανδαραχώδης
English (LSJ)
ες, = σανδαράκινος, Ruf. Fr. 67.4, Gal. 17(1).834.
Greek Monolingual
σανδαραχῶδες, Α σανδαράχη / σανδαράκη, σανδαράκινος.
ες, = σανδαράκινος, Ruf. Fr. 67.4, Gal. 17(1).834.
σανδαραχῶδες, Α σανδαράχη / σανδαράκη, σανδαράκινος.