σαρκαστής
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που σαρκάζει, που χλευάζει, που περιπαίζει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Π. Εξακουστό].
ο, Ν
αυτός που σαρκάζει, που χλευάζει, που περιπαίζει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Π. Εξακουστό].