σαρκοφθόρος

English (LSJ)

σαρκοφθόρον, flesh-consuming, αἴγλη Orph.H. 70.7.

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch verderbend, verzehrend, Orph. H. 69, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφθόρος: -ον, ὁ τὴν σάρκα φθείρων, κατατήκων, καταστρέφων, αἴγλη Ὀρφ. Ὕμν. 69. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. μητρο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.