σαρκώ

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α σάρξ, σαρκός]
(κατά τον Ησύχ.)
1. σαρκάζω
2. (η μτχ. ενεργ
ενεστ.) σαρκῶν «σεσηρώς».
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. σαρκώνω.