σασί

Greek Monolingual

και σασσί, το, Ν
τεχνολ. το πλαίσιο του σκελετού του αυτοκινήτου, το οποίο στηρίζεται στους άξονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chassis «πλαίσιο»].