σαωτήρ

English (LSJ)

σαωτῆρος, ὁ, v. σωτήρ.

Greek (Liddell-Scott)

σαωτήρ: -ῆρος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ σωτήρ, Σιμωνίδ. 128.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. σωτήρας.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, poet. = σωτήρ, Simon. 54 (VII.77).