σαώσω

English (LSJ)

fut. of σαόω.

French (Bailly abrégé)

fut. Act. de σαόω.

Greek (Liddell-Scott)

σαώσω: μέλλ. τοῦ σαόω.

Greek Monotonic

σαώσω: μέλ. του σαόω· Επικ. απαρ. σαωσέμεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαώσω ep. fut. act., zie σῴζω.