σβεστήρ
English (LSJ)
σβεστῆρος, ὁ, extinguisher, Plu.2.1059c (pl., codd., σβεστηρίων Cobet).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui éteint.
Étymologie: σβέννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
σβεστήρ: -ῆρος, ὁ, ὁ σβεννύς, σβήνων, Πλούτ. 2. 1059C.
Russian (Dvoretsky)
German (Pape)
ῆρος, ὁ, der Auslöscher, Plut. adv. stoic. 1.