σεβομένως

English (LSJ)

Adv. = σεβασμίως, Ammon.Diff.p.8V., but σεβασμίως should be restd. from Ptol.Ascal.p.395H.

Greek (Liddell-Scott)

σεβομένως: Ἐπίρρ. = σεβασμίως, Ἀμμών.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με σεβασμό, σεβασμίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεβόμενος του σέβομαι.