σειράδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of σειρά, Eust.1291.31, 1923.55.

German (Pape)

[Seite 868] τό, dim. von σειρά, kleines Seil, Band, Eust. zu Il. 23, 119.

Greek (Liddell-Scott)

σειράδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σειρά, Εὐστ. 1291. 32., 1923. 55, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 74. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 82.