σειρή

French (Bailly abrégé)

ion. c. σειρά.

English (Autenrieth)

(root σερ, εἴρ Od. 24.2): cord.

Russian (Dvoretsky)

σειρή: ἡ эп.-ион. = σειρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σειρή Ion. voor σειρά.