σειρηφόρος

English (LSJ)

σειρηφόρον, Ion. for σειραφόρος.

German (Pape)

[Seite 868] ion. = σειραφόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σειρηφόρος Ion. voor σειραφόρος.

Russian (Dvoretsky)

σειρηφόρος: ион. = σειραφόρος I и II.

Greek (Liddell-Scott)

σειρηφόρος: -ον, Ἰων. ἀντί σειραφόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σειραφόρος.

Greek Monotonic

σειρηφόρος: -ον, Ιων. αντί σειραφόρος.