σελασμός

English (LSJ)

ὁ, = σέλασμα.

German (Pape)

[Seite 869] ὁ, das Leuchten, Glänzen, Maneth. 4, 35. 189. 601.

Greek Monolingual

ὁ, Α σελάω
το σέλασμα.