σελινοειδής

English (LSJ)

σελινοειδές, like celery, Thphr. HP 3.12.5.

German (Pape)

[Seite 870] ές, eppichartig, -ähnlich, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σελῑνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σέλινον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5.

Greek Monolingual

-ές, Α
όμοιος με σέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + -ειδής].