σεραπιάς

English (LSJ)

(also σαραπιάς Ps.-Dsc.3.127), άδος, ἡ, Salep, Orchis longicruris, Dsc.3.127, Plin.HN26.95.

German (Pape)

[Seite 872] άδος, ἡ, eine Pflanze mit knolliger Wurzel, Diosc. u. Medic.

Greek Monolingual

-άδος, η, ΝΑ, και σαραπιάς Α
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες της τάξης ορχιδώδη, με 10 περίπου είδη
αρχ.
το φυτό όρχις ο άρρην, κν. σήμερα γνωστό ως σερνικοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σέραπις / Σάραπις «αιγυπτιακός θεός»].