σεωυτοῦ

English (LSJ)

fem. σεωυτῆς, etc., Ion. for σεαυτοῦ (q.v.). σῆ· τρέχε, Hsch. (Lacon.,= θεῖ). σηδόν· γλαυκὸν ἔλαιον, Id. σηδρακεῖ· κτυπεῖ, Id.

German (Pape)

[Seite 873] auch σεωυτέου, fem. σεωυτῆς u. s. w., ion. = σεαυτοῦ, σεαυτῆς, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. σεαυτοῦ.

Greek (Liddell-Scott)

σεωυτοῦ: -τέου, θηλ. σεωυτῆς κτλ., Ἰων. ἀντὶ σεαυτοῦ, ὃ ἴδε, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

-ῆς, Α
ιων. τ. βλ. σεαυτοῦ.

Greek Monotonic

σεωυτοῦ: θηλ. σεωυτῆς, Ιων. αντί σεαυτοῦ, σεαυτῆς.