v. σεύω.
ao. épq. de σεύω.
σεῦα: эп. (= ἔσσευα) aor. к σεύω.
σεῦα: σεῦμα, ἴδε ἐν λ. σεύω, Ἡσύχ.
see σεύω.
σεῦα: Επικ. αόρ. αʹ του σεύω· -σεῦται αντί σεύεται.
σεῦα ep. aor. van σεύω.