σημαδόφωνο

Greek Monolingual

το, Ν
φθογγόσημο της βυζαντινής μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι + -φωνο (< φωνή), πρβλ. γραμμό-φωνο, μαγνητό-φωνο. Η λ. στον πληθ., σημαδόφωνα, μαρτυρείται από το 1878 στο Αττικὸν Ημερολόγιον].