σθένιος

English (LSJ)

ὁ, = σθεναρός, epithet of Zeus in the Argolid, Paus.2.32.7, 2.34.6: fem. σθενιάς, άδος, of Athena, Id.2.30.6, 2.32.5.

German (Pape)

[Seite 876] = σθεναρός, Beiname des Zeus bei den Argeiern; Hesych.; Plut. de mus. 26.

Greek (Liddell-Scott)

σθένιος: ὁ, = σθεναρός, ἐπίθετον τοῦ Διὸς ἐν Ἄργει, δυνατός, Παυσ. 2. 32, 7., 2. 34, 6· θηλ. σθενιάς, -άδος, ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Τροιζῆνι, δυνατή, αὐτόθι 2. 30, 6., 2. 32, 5.

Greek Monolingual

ὁ, Α σθένος
(προσωνυμία του Διός) σθεναρός, ισχυρός.