σιγητής

English (LSJ)

σιγητοῦ, ὁ, one who keeps silence, of Bacchic initiates, in plural, AJA37.262 (Latium, ii A.D., σειγ-).

Greek Monolingual

ὁ, Α σιγῶ
(κυρίως για τους μύστες του Βάκχου) αυτός που τηρεί σιγή, που παραμένει σιωπηλός.