σιδαρίτας

English (LSJ)

Doric for σιδηρίτης.

English (Slater)

σῐδᾱρίτας iron clad met. εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (Heyne: σιδηρίταν codd., def. Forssman, 155) (N. 5.19)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδᾱρίτᾱς -α [σίδηρος] Dor., ijzeren.