σιδηροβασταγή

English (LSJ)

ἡ, provision, supply of iron, PMasp.57.12 (vi A.D.), PFlor.297.41 (vi A.D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
προμήθεια ή παράδοση σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + βασταγή «δέμα» (< βαστάζω)].