σικανός

English (LSJ)

= πονήρευμα ἐνεδρευτικόν, αἴτιον κεκρυμμένον, Hp. ap. Gal. 19.138 (dub. l.).

Greek Monolingual

Α
πιθ. (κατά τον Ιπποκρ.) «πονήρευμα ἐνεδρευτικόν, αἴτιον κεκρυμμένον».