σικύδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of σικύα or σίκυος, Phryn.Com.25, POxy.117.11 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 880] τό, dim. von σικύα u. σίκυος, Ath. III, 73 e aus Phryn.

Greek (Liddell-Scott)

σῐκύδιον: τό, ὑποκορ. τῶν σικύα, σίκυος, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 7.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α σικύα
υποκορ. του σικύα.
(II)
τὸ, Α σίκυος
υποκορ. του σίκυος.