σιντριβάνι

Greek Monolingual

και εσφ. τ. συντριβάνι, το, Ν
τεχνητός πίδακας νερού που κατασκευάζεται κυρίως για διακοσμητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. șadirvan].