σιρίασις

English (LSJ)

v. σειρίασις.

German (Pape)

[Seite 884] ἡ, u. σιριάω, schlechtere Formen statt σειρίασις, σειριάω.

Greek (Liddell-Scott)

σιρίασις: σιριάω, σίριος, τύποι ἰσοδύναμοι ἀντὶ σειρ-.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α
βλ. σειρίασις.