v. σειρίασις.
[Seite 884] ἡ, u. σιριάω, schlechtere Formen statt σειρίασις, σειριάω.
σιρίασις: σιριάω, σίριος, τύποι ἰσοδύναμοι ἀντὶ σειρ-.
-άσεως, ἡ, Αβλ. σειρίασις.