Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σιτιοδόχη
Greek Monolingual
η, Ν μικρόςσάκος, σακίδιο για τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ.<σιτίο+ -δόχη (<δέχομαι), πρβλ.καπνο-δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].