σιτοδόχον, = σιτοδόκος, κοιλία Pall. in Hp.2.144 D.; γαστήρ Steph.in Hp.2.279 D.
[Seite 885] = σιτοδόκος, Sp.
-ον, Μβλ. σιτοδόκος.