σιφνεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ,= ἀσπάλαξ, Lyc.121.
German (Pape)
[Seite 887] ὁ, der Maulwurf, wegen seines blöden Gesichts, Lycophr. 121. Vgl. σιφλός.
Greek (Liddell-Scott)
σιφνεύς: έως, ὁ, (σιφνὸς) ὁ ἀσπάλαξ, κληθεὶς οὕτω διὰ τὴν νομιζομένην αὐτοῦ τυφλότητα, Λυκόφρ. 121.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
ασπάλακας, τυφλοπόντικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιφνός «κενός» + κατάλ. -εύς, λόγω του ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη].