τό, Dim. of σίφων, Hsch.II = αἰγίλωψ 1, Ps.-Dsc.4.137.
[Seite 887] τό, eine Pflanze, Diosc.
σῑφώνιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σίφων, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ζειᾶς, Διοσκ. 4. 139.