(σκαλίς) = σκαλίζω, σκάλλω, scalpo, Glossaria.
[Seite 888] = σκαλίζω, σκάλλω.
σκᾰλῐδεύω: (σκαλὶς) = σκαλίζω, σκάλλω, Γλωσσ.
Α σκαλίς, -ίδος]σκαλίζω.