σκαλιστήριον

English (LSJ)

τό, = σκαλίς, Sch. rec. Theoc.10.14.

German (Pape)

[Seite 888] τό, = σκαλίς, Schol. Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλιστήριον: τό, = σκαλίς, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 10. 14.