σκανά

English (LSJ)

Dor. for σκηνή, IG14.352 i 39 (Halaesa), etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκανά Dor. voor σκηνή.

Russian (Dvoretsky)

σκᾱνά: (νᾱ) ἡ дор. = σκηνή.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾱνά: Δωρ. ἀντὶ σκηνή, Θεόκρ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σκηνή.

Greek Monotonic

σκᾱνά: Δωρ. αντί σκηνή.