σκαρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = ἀσκαρίς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 889] ίδος, ἡ, der Springwurm, wie ἀσκαρίς, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκαρίς: -ίδος, ἡ, ἕτερος τύπος τοῦ ἀσκαρίς· «εἶδος ἑλμίθων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσκαρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ασκαρίς].