σκεδάζω
German (Pape)
[Seite 891] = σκεδάννυμι, Eust. 629, 25.
Greek (Liddell-Scott)
σκεδάζω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἑπομ., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
σκεδάννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του σκεδάννυμι, κατά τα ρ. σε -άζω].
[Seite 891] = σκεδάννυμι, Eust. 629, 25.
σκεδάζω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἑπομ., Ἐκκλ.
ΜΑ
σκεδάννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του σκεδάννυμι, κατά τα ρ. σε -άζω].