σκελετά

English (LSJ)

σκίλλα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σκελετά: «σκίλλα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκίλλα».
(II)
τα, Ν
βλ. σκελετός.