σκευοποιία

English (LSJ)

ἡ, preparing of masks and other stage-properties, Philostr.VA6.11, Poll.10.15.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοποιία: ἡ, κατασκευὴ προσωπίδων καὶ ἄλλων τοιούτων σκηνικῶν σκευῶν, Φιλόστρ. 245, Πολυδ. Ι΄, 15.