σκιαθηρικός
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱθηρικός: -ή, -όν, ὄργανον, = σκιαθήρας, Βυζ.· τὸ σκιοθηρικὸν παρὰ Κλεομήδ.· καὶ σκιοθηρικοὶ γνώμονες παρὰ Στράβ. 125.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. σκιοθηρικός.
σκιᾱθηρικός: -ή, -όν, ὄργανον, = σκιαθήρας, Βυζ.· τὸ σκιοθηρικὸν παρὰ Κλεομήδ.· καὶ σκιοθηρικοὶ γνώμονες παρὰ Στράβ. 125.
-ή, -όν, Α
βλ. σκιοθηρικός.